ἔπρηξα

ἔπρηξα
ἔπρηξα, [dialect] Ion. for ἔπραξα, [tense] aor. 1 of πράσσω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔπρηξα — πράσσω pass through aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρήζω — έπρηξα, πρήστηκα, πρησμένος 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, προκαλώ πρήξιμο, οίδημα: Του πονεί το δόντι και πρήστηκε το πρόσωπό του. 2. μτφ., παρενοχλώ, βασανίζω ψυχικά, στενοχωρώ, παιδεύω, ταλαιπωρώ κάποιον: Μας έπρηξε το κεφάλι με τη φλυαρία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρήζω — πρήζω, έπρηξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”